- αστρολάβος
- ο (Α ἀστρολάβος, ο και -λάβον, το, Μ -λάβιον, το)όργανο για την παρατήρηση των άστρων και τον προσδιορισμό της θέσης τους πάνω από τον ορίζοντααρχ.ως επίθ. «ἀστρολάβον ὄργανον» — ο αστρολάβος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -λαβος < (θ.) λαβ-, έλαβον, αόρ. β' του λαμβάνω].
Dictionary of Greek. 2013.